φιλοφάρμακος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφάρμᾰκος Medium diacritics: φιλοφάρμακος Low diacritics: φιλοφάρμακος Capitals: ΦΙΛΟΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: philophármakos Transliteration B: philopharmakos Transliteration C: filofarmakos Beta Code: filofa/rmakos

English (LSJ)

ον,

   A fond of drugs, Gal.16.322: in bad sense, Cat.Cod.Astr.8(4).158; τὸ φ. ἔθος Paul.Aeg.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοφάρμακον
η συνήθεια της λήψης φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φάρμακον (πρβλ. εὐ-φάρμακος)].