φωτολαμπής

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτολαμπής Medium diacritics: φωτολαμπής Low diacritics: φωτολαμπής Capitals: ΦΩΤΟΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: phōtolampḗs Transliteration B: phōtolampēs Transliteration C: fotolampis Beta Code: fwtolamph/s

English (LSJ)

ές,

   A blazing with light, κλίμακες Zos.Alch.p.108 B.

German (Pape)

[Seite 1323] ές, lichtglänzend, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

φωτολαμπής: -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι-λαμπής, φλογο-λαμπής].