ἀρρενόομαι
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
A become a man, do the duties of one, Luc.Am.19; of a woman, πλέον τῆς φύσεως ἀ. Ph.2.328; φρόνημα ἠρρενωμένον ib.53; Astrol., of stars (cf. ἄρρην), become masculine, Heph.Astr.1.2, Ptol. Tetr.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενόομαι: Παθ. γίνομαι ἀνήρ, ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, ἀνδρίζω, ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενόομαι: становиться мужчиной, мужать Luc.