ἡ, =
A pulsus defectio, opp. ἀσφυξία, Cael.Aur.CP1.2.
-ας, ἡcarencia de pulso, pulsus defectio Cael.Aur.CP 3.2.8.
η (Α ἀσφυγμία) σφυγμός < σφύζωη έλλειψη σφυγμού σ' ένα περιφερειακό αγγείο του σώματος.