ἀσφυγμία
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ἡ, = pulsus defectio, opp. ἀσφυξία, Cael.Aur.CP1.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
carencia de pulso, pulsus defectio Cael.Aur.CP 3.2.8.
Greek Monolingual
η (Α ἀσφυγμία) σφυγμός < σφύζω
η έλλειψη σφυγμού σ' ένα περιφερειακό αγγείο του σώματος.