ἐθημολογέω

Revision as of 21:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A gather customarily, AP9.551 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐθημολογέω: κατὰ συνήθειαν συλλέγω, ψαμμίτην δόρπον ἐθημολόγει Ἀνθ. Π. 9. 551.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rassembler comme à l’ordinaire.
Étymologie: ἐθήμων, λέγω².

Spanish (DGE)

recoger según su costumbre ψαμμίτην δόρπον de una garza en la orilla AP 9.551 (Antiphil.).

Greek Monotonic

ἐθημολογέω: (ἔθος, λέγω), συγκεντρώνω κατά συνήθεια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔθος, λέγω
to gather customarily, Anth.