ἐπιδιωγμός
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ὁ,
A continued pursuit, ἐναντίων Plb.11.18.7.
German (Pape)
[Seite 939] ὁ, die weitere Verfolgung, Pol. 11, 18, 7.
Greek Monolingual
ἐπιδιωγμός, ὁ (Α)
επίμονη δίωξη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιωγμός: ὁ (дальнейшее) преследование (τῶν ὑπεναντίων Polyb.).