ἑτερόπλοκος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A irregularly combined, Diom.p.481 K.

Greek Monolingual

ἑτερόπλοκος, -ον (Α)
φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].