ἱεροθαλλής
English (LSJ)
ές,
A blooming holily, Orph. H.40.17 (Herm. -θηλής).
German (Pape)
[Seite 1241] ές, heilig sprossend, blühend, Orph. H. 39, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροθαλλής: -ές, ἱερῶς θάλλων, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 17· Ἕρμανν. -θηλής.
Greek Monolingual
ἱεροθαλλής, -ές (Α)
αυτός του οποίου η βλάστηση έχει ιερή προέλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θαλλής (< θάλλω), πρβλ. α-θαλλής, αει-θαλλής].