πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
ἡ (Α ἱερή, αττ. τ. ἱερά)νεοελλ.θηλ. του επιθ. ιερόςαρχ.η ιέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του αττ. ιερά].