ἀλεκτόρειος

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτόρειος Medium diacritics: ἀλεκτόρειος Low diacritics: αλεκτόρειος Capitals: ΑΛΕΚΤΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: alektóreios Transliteration B: alektoreios Transliteration C: alektoreios Beta Code: a)lekto/reios

English (LSJ)

ον, (ἀλέκτωρ)

   A of a fowl, κόπρος Aët.2.118.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτόρειος: ον (ἀλέκτωρ) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de gallina ᾠά Synes.Ep.4.165
subst. ἡ ἀλεκτορεία (sc. λίθος) piedra de las gallinas la que se encuentra en las mollejas, Plin.HN 37.144, Isid.Etym.16.13.8.
2 medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante Garg.Mart.30.

Greek Monolingual

ἀλεκτόρειος, -ον (ΑΜ) ἀλέκτωρ
αυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά.