ὀλιγόφωνος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ον,
A with little tone, prob. gloss on ἄφωνα, Aristid.Quint.1.20.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μικράν, ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 43.
Greek Monolingual
ὀλιγόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύναμη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].