βλοσυρόμματος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ον,
A grim-eyed, prob. in Cerc.Oxy.1082Fr.28.
Spanish (DGE)
(βλοσῠρόμμᾰτος) -ον de mirada aterradora Cerc. en POxy.fr.1082.28.
Greek Monolingual
βλοσυρόμματος, -ον (AM)
αυτός που έχει βλοσυρό βλέμμα.