εὐσχημάτιστος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσχημάτιστος Medium diacritics: εὐσχημάτιστος Low diacritics: ευσχημάτιστος Capitals: ΕΥΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euschēmátistos Transliteration B: euschēmatistos Transliteration C: efschimatistos Beta Code: eu)sxhma/tistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A well-formed, Eust.1570.47.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].