καλαθοπλόκος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ὁ,

   A basket-weaver, P.cit.adPFlor.13.9.

Greek Monolingual

καλαθοπλόκος (Α)
καλαθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανο-πλόκος, σχοινο-πλόκος.