θερμοκοίλιος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,

   A hot-stomached, Hp.Epid.6.4.19.

German (Pape)

[Seite 1201] von hitzigem Magen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοκοίλιος: -ον, ἔχων θερμὴν κοιλίαν, θερμόν στόμαχον, Ἱππ. 1180G.

Greek Monolingual

θερμοκοίλιος, -ον (Α)
(για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ-κοίλιος, μονο-κοίλιος)].