κωνόκαρπος
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ὁ,
A pine-cone, Gloss.
Greek Monolingual
κωνόκαρπος, ὁ (Α)
ο καρπός του πεύκου, το κουκουνάρι.