ἀκανθόνωτος

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A prickle-backed, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθόνωτος: -ον, ὁ ἔχων ἀκανθώδη τὰ νῶτα, «ἀκανθόνωτος, ἐχῖνος», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
erizo Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκανθόνωτος, -ον)
αυτός που έχει αγκάθια στην επιφάνεια της ράχης του σώματος (π. χ. ο εχίνος, ο ακανθόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -νωτος < νῶτον.