ἀριστόλοχος

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A well-born, App.Anth.3.162.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόλοχος: -ον, ὁ ἐξ ἀρίστων γεννηθείς, καὶ σὺ δὲ νύμφη χαῖρε ἀριστόλοχε Θεοδ. Προδρ. Ἀμαρανθ. σ. 458, Ἐπιγρ. ἐν Κραμήρου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 4. σ. 280.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
bien nacido de pers. App.Anth.3.162.

Greek Monolingual

ἀριστόλοχος, -ον (Μ)
αυτός που γεννήθηκε από άριστους, που έχει έξοχους γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -λοχος < λέχομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].