ἀριστόλοχος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόλοχος Medium diacritics: ἀριστόλοχος Low diacritics: αριστόλοχος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: aristólochos Transliteration B: aristolochos Transliteration C: aristolochos Beta Code: a)risto/loxos

English (LSJ)

ἀριστόλοχον, well-born, App.Anth.3.162.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bien nacido de pers. App.Anth.3.162.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόλοχος: -ον, ὁ ἐξ ἀρίστων γεννηθείς, καὶ σὺ δὲ νύμφη χαῖρε ἀριστόλοχε Θεοδ. Προδρ. Ἀμαρανθ. σ. 458, Ἐπιγρ. ἐν Κραμήρου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 4. σ. 280.

Greek Monolingual

ἀριστόλοχος, -ον (Μ)
αυτός που γεννήθηκε από άριστους, που έχει έξοχους γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -λοχος < λέχομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].