Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Full diacritics: ἐρικλῠτός | Medium diacritics: ἐρικλυτός | Low diacritics: ερικλυτός | Capitals: ΕΡΙΚΛΥΤΟΣ |
Transliteration A: eriklytós | Transliteration B: eriklytos | Transliteration C: eriklytos | Beta Code: e)rikluto/s |
όν,
A much-renowned, cj. for ἀγακλυτός, Orph.A.1030.
ἐρικλυτός, -όν (Α)
περίφημος, ξακουστός, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλυτός «ἐνδοξος»].