ὑπομισθωτής
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A sub-lessee, BGU512.19, 1047 iv 5,17 (both ii A. D.), CPR243.8,20 (iii A. D.).
Greek Monolingual
ο / ὑπομισθωτής, ΝΑ, θηλ. υπομισθώτρια Ν
υπεκμισθωτής, υπενοικιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μισθωτής (< μισθῶ)].