εὐθυτράχηλος
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with a straight neck, of the bladder, Sor.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυτράχηλος: -ον, ἔχων εὐθὺν τράχηλον, Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 14, ἔκδ. Dietz.
Greek Monolingual
εὐθυτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσιο τράχηλο.