σύμπεντε
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
A five together, by fives, v.l. in Hyp.Fr.124.
German (Pape)
[Seite 986] je fünf, Lob. Phryn.p. 414.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπεντε: πέντε ὁμοῦ, κατὰ πεντάδας, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. 172. 12.
Greek Monolingual
Α
(αριθμτ. επίθ.) ανά πέντε, κατά πεντάδες («σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῡντες ἀνήλισκον τὴν πόλιν», Υπερείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέντε.
Greek Monolingual
Α
(αριθμτ. επίθ.) ανά πέντε, κατά πεντάδες («σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῡντες ἀνήλισκον τὴν πόλιν», Υπερείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέντε.