ἀναδάσιμος
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
ον,
A to be distributed afresh, Sch.Ven.Il.1.300.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδάσιμος: -ον, ὅστις δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300.
Spanish (DGE)
-ον
que debe ser redistribuido γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων Sch.Er.Il.1.299.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναδάσιμος, -ον) ἀναδατέομαι
αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου.