ἰταμῶς
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
French (Bailly abrégé)
adv.
avec hardiesse ou effronterie;
Cp. ἰταμώτερον.
Étymologie: ἰταμός.
Russian (Dvoretsky)
ἰτᾰμῶς:
1) стремительно, бурно: ἰταμώτερον τοῦ δέοντος Plat. с большим, чем нужно, рвением;
2) смело, дерзко (ὑφιστάναι τὸν θόρυβον Plut.).