ἀδόλως
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
French (Bailly abrégé)
adv.
loyalement.
Étymologie: ἄδολος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδόλως: без обмана, правдиво, искренно, честно (εἶναι Thuc.; πράττειν τι Xen.; φιλοσοφεῖν Plat.).