ἀνεπιτηδείως
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
French (Bailly abrégé)
adv.
improprement, sans convenance.
Étymologie: ἀνεπιτήδειος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιτηδείως: негодно, дурно Plat.: ἀ. πράττειν Lys. находиться в тяжелом положении, быть в беде.