τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
α, ον :de Pamphylie.Étymologie: Παμφυλία.
Παμφύλιος: (ῡ) памфилийский (πέλογος Arst.).II ὁ памфилиец, уроженец или житель Памфилии (Theocr. - v. l. Πάμφυλος).