τρισκαιδεκέτης
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek (Liddell-Scott)
τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.
French (Bailly abrégé)
c. τρισκαιδεκαέτης.
Greek Monolingual
-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.
Greek Monotonic
τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.
Russian (Dvoretsky)
τρισκαιδεκέτης: Anth. = τρισκαιδεκαέτης.