στρογγυλοδίνητος

Revision as of 16:30, 2 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Definition=[<b class="b3">ῑ], ον</b>" to "Definition=[ῑ], ον")

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A turned into a round shape, rounded, Archestr. Fr.4.11.

German (Pape)

[Seite 955] herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ἐστραμμένος εἰς σχῆμα στρογγύλον, ἐστρογγυλευμένος, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιο-δίνητος, οιστρο-δίνητος].