πεντέλοιπος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέλοιπος Medium diacritics: πεντέλοιπος Low diacritics: πεντέλοιπος Capitals: ΠΕΝΤΕΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: pentéloipos Transliteration B: penteloipos Transliteration C: penteloipos Beta Code: pente/loipos

English (LSJ)

ον,

   A remaining out of five, last of five, Cic. Att. 14.21.4, 15.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέλοιπος: -ον, ὁ ἐκ τῶν πέντε λειπόμενος, ἔσχατος τῶν πέντε, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 21., 15. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τελευταίος ενός συνόλου πέντε προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + λοιπός (< λείπω), πρβλ. κατά-λοιπος].