τρηχώδης
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ες, Ion. for τραχώδης, v.l. (ap.Sch.) for ῥηχώδης in Nic. Al.230.
Greek (Liddell-Scott)
τρηχώδης: -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ τραχώδης, τραχύς, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, ἔνθα: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου τῆς τραχείας».
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
ιων. τ. βλ. τραχώδης.