δύσθηρος
From LSJ
ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
English (LSJ)
ον,
A having bad sport, Opp.H.3.431, Poll.5.13.
German (Pape)
[Seite 681] unglücklich auf der Jagd, πόνος Opp. H. 3, 431.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθηρος: -ον, ἀτυχὴς εἰς τὸ κυνήγιον, δυστυχὴς ἐν αὐτῷ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 431, Πολυδ. Ε΄, 13.
Spanish (DGE)
-ον
que no obtiene presas, e.d. infructuoso πόνος Opp.H.3.431, ἄγρα Poll.5.13.