μετούσιος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Full diacritics: μετούσιος | Medium diacritics: μετούσιος | Low diacritics: μετούσιος | Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΟΣ |
Transliteration A: metoúsios | Transliteration B: metousios | Transliteration C: metoysios | Beta Code: metou/sios |
ον,
A inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.
μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].