μετούσιος

From LSJ
Revision as of 16:35, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "in de An." to "in de An.")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετούσιος Medium diacritics: μετούσιος Low diacritics: μετούσιος Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: metoúsios Transliteration B: metousios Transliteration C: metoysios Beta Code: metou/sios

English (LSJ)

ον,

   A inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.

Greek Monolingual

μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].