μολυβδῖτις

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδῖτις Medium diacritics: μολυβδῖτις Low diacritics: μολυβδίτις Capitals: ΜΟΛΥΒΔΙΤΙΣ
Transliteration A: molybdîtis Transliteration B: molybditis Transliteration C: molyvditis Beta Code: molubdi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, ἄμμος a kind of sand from which λιθάργυρος is obtained, Dsc.5.87, Plin.HN33.106.

German (Pape)

[Seite 200] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λιθάργυρος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδῖτις: -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35.

Greek Monolingual

μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος
«μολυβδῑτις» (ενν. άμμος)
είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.