πολεμογράφος

From LSJ
Revision as of 09:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμογράφος Medium diacritics: πολεμογράφος Low diacritics: πολεμογράφος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: polemográphos Transliteration B: polemographos Transliteration C: polemografos Beta Code: polemogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A describing wars, αὐδά, of an historian, IG 42(1).687 (Epid., ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμογράφος: -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιστορικό συγγραφέα) αυτός που περιγράφει πολέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -γράφος].