πούλιμος
English (LSJ)
ὁ, Aeol. (prob. Boeot.) for βούλιμος, Plu.2.694a. (που-perh. not cogn. with βου- but late Boeot. spelling of πῠ- (cf. pr. n.
A Πυλιμιάδας IG7.602 (Tanagra)), cogn. with Skt.ku-(I.-E.qu̯ῠ 'what') in ku-purusas 'what a man!', i.e. 'a bad man', etc.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(αιολ. τ.) η βουλιμία, η αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούλιμος, κατά μία άποψη, αποτελεί αιολικό τ., πιθ. βοιωτικό, της λ. βούλιμος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, το που- αποτελεί μτγν. προφορά του πυ- (πρβλ. Πυλιμιάδας), το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. ku- (πρβλ. ΙΕ qwu- «τι»)].