πυριρραγής
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ές,= πυρορραγής, Poll.7.164, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριρρᾰγής: -ές, = πυρορραγής, Φώτ., Σουΐδ., κλπ.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
βλ. πυρορραγής.