πυρορραγής
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
πυρορραγές, (ῥήγνυμι)
A bursting in the fire, Cratin.253.
II of sound, ψοφεῖ λάλον τι καὶ π. cracked, Ar.Ach.933 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se fend au feu.
Étymologie: πῦρ, ῥήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρορραγής -ές [πῦρ, ῥήγνυμι] gebarsten in het vuur; overdr. krakend, knetterend:. ψοφεῖ... πυρορραγές hij maakt een knetterend geluid Aristoph. Ach. 933.
German (Pape)
ές, im Feuer reißend, berstend, darin geplatzt; Ar. Ach. 899 ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγές, wie ein im Brennen zerborstener Topf; Schol. Il. 2.219. Vgl. πυριρραγής.
Russian (Dvoretsky)
πῠρορρᾰγής: треснувший на огне (ἄγγος Arph.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, -ές, ΜΑ
αυτός που ράγισε υπό την επίδραση της φωτιάς
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές
(για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. ἐ-ρράγ-ην, παθ. αορ. β' του ῥήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. ψυχορραγής].
Greek Monotonic
πῠρορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που εκρήγνυται, αυτός που ραγίζει στη φωτιά, σπασμένος, ραγισμένος από τη φωτιά, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, ἴσως πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.
Middle Liddell
πῠρορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
bursting in the fire, fire-flawed, cracked, Ar.