φροντίστρια
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ἡ, fem. of φροντιστής,
A guardian, υἱωνοῦ PLond.3.1164a6 (iii A. D.), cf. BGU1662.4 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φροντιστής.