ψιλίζομαι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
later form for ψιλόομαι, D.C.63.9, al.; cf. Lex.Rhet.ap.Eust.907.38.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλίζομαι: μεταγεν. ἀντὶ ψιλόομαι, Δίων Κάσσ. 63. 9, πρβλ. Εὐστ. 907. 38.
Greek Monolingual
ΜΑ ψιλός
αποψιλώνομαι.