χειροέρκτης
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
χειρουργός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χειροέρκτης: «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε χειρορρέκτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. χειρορρέκτης.