ἀντεπίρρημα

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A counter-ἐπίρρημα, Heph.Poeëm.8.2, Poll.4.112; v. ἐπίρρημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπίρρημα: τό, Πολυδ. Δ΄, 112∙ ἴδε ἐν λ. ἐπίρρημα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
antepirremaparte de la parábasis de la comedia, Heph.Poëm.8.2, cf. Poll.4.112.

Greek Monolingual

ἀντεπίρρημα, το (Α)
τμήμα της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το επίρρημα (συνήθως σε τροχαϊκούς τετραμέτρους μετά την παράβαση).

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπίρρημα: ατος τό антэпиррема (в староатт. комедии - второе заключит. слово, следовавшее вместе с эпирремой после парабазы).