κικιουργός
English (LSJ)
ὁ,
A castor-oil worker, PTeb.5.173 (ii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
κικιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων τὸ ποτὸν κίκι, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. et Févr. 1873.
Greek Monolingual
κικιουργός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκευάζει κίκι, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός, σιδηρ-ουργός].