κικινέλαιο

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

το
το καθαρτικό λάδι που παρασκευάζεται από τους καρπούς του φυτού κίκι, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκινος + έλαιο].