Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
μεταιωροῡμαι, -έομαι (Α) αιωρούμαιανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε έξαρση, μεταρσιώνομαι.