λεπρώ

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source

Greek Monolingual

(Α λεπρῶ, -άω και -όω) λέπρα
1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν
2. (συν. στη μέσ.) λεποῦμαι, -όομαι
γίνομαι λεπρός
αρχ.
γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).