ἀγριοκάρυον
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
τό,
A cob-nut, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot.
1 n. de un árbol Hsch. (cf. ἀγριοκάρυδον).
2 baya de la yedra negra, Hedera Helix L. διονύσιον ἢ ἀγριοκάρυον Gloss.Bot.Gr.388.13, cf. 421.23.