incompatible
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Spanish > Greek
ἀσυμπαθής, ἀνεπίδεκτος, ἀσυντρόχαστος, ἄμικτος, ἀντίθετος, ἀσυμφυής, ἀσύμφωνος, ἀσύγκριτος, ἀσυνάρμοστος, ἀντιπαθής, ἐκκρουστικός